περατώνω

περατώνω
[-ώ (ο)] μετ. заканчивать, кончать; завершать, доводить до конца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "περατώνω" в других словарях:

  • περατώνω — περατώνω, περάτωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περατώνω — περατῶ, όω, ΝΜΑ [πέρας, ατος] φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω κάποιο έργο αρχ. 1. περικλείω εντός ορίων, περιορίζω 2. (μέσ. και παθ.) περατώνομαι α) περιορίζομαι β) είμαι πεπερασμένος γ) γραμμ. λήγω, καταλήγω …   Dictionary of Greek

  • περατώνω — περάτωσα, περατώθηκα, περατωμένος, μτβ., τελειώνω, ολοκληρώνω, φέρνω σε πέρας: Φέτος περάτωσε τις σπουδές του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προδιανύω — Α (συν. το παθ.) προδιανύομαι τελειώνω, περατώνω κάτι εκ τών προτέρων («τούτων ἡμῑν προδιηνυσμένων», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διανύω «τελειώνω, περατώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαπεραίνω — Α περατώνω κάτι από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπεραίνω «περατώνω, αποτελειώνω»] …   Dictionary of Greek

  • απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… …   Dictionary of Greek

  • ασυμπέραστος — ἀσυμπέραστος, ον (Μ) αυτός που δεν περατώθηκε, ο ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συμπεραίνω «περατώνω, συμπληρώνω, αποτελειώνω»] …   Dictionary of Greek

  • διανύω — (Α διανύω και διανύτω) [ανύω] 1. περατώνω, τελειώνω, συμπληρώνω 2. κατορθώνω, επιτελώ 3. διαπερνώ, διατρέχω και φθάνω στο τέρμα 4. περνώ, διατρέχω χρονικό διάστημα («διανύει το 35ο έτος τής ηλικίας του») αρχ. σταματώ να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • διαπεραίνω — (AM διαπεραίνω) [περαίνω] αρχ. μσν. διασχίζω κάποιο μέρος και φτάνω κάπου αρχ. 1. περατώνω, φέρω σε πέρας, αποτελειώνω 2. διηγούμαι μέχρι τέλους 3. περιγράφω επακριβώς 4. ( ομαι) αποφασίζω …   Dictionary of Greek

  • διατελώ — (AM διατελῶ, έω) [διατελής] βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση νεοελλ. 1. (ευγενική κατάληξη επιστολής) («διατελώ μετά τιμής, μεθ υπολήψεως») 2. φρ. «διατελῶ ὑπό τινα» είμαι κάτω από την εξουσία κάποιου αρχ. 1. περατώνω, εκπληρώνω 2. εξακολουθώ να… …   Dictionary of Greek

  • εκπονώ — ( έω) (AM ἐκπονῶ) δημιουργώ με κόπο (α. «εκπονώ μελέτη» β. «ὅπλα ἐκπεπονημένα εἰς κόσμον», Ξεν. Ελλ. γ. «τὸ εὐπρεπὲς τοῡ λόγου ἐκπονήσας», Θουκ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, στολίζω 2. διανύω απόσταση ή διάστημα 3. καλλιεργώ 4. εκπαιδεύω, ανατρέφω 5.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»